κατεπεῖγον

κατεπεῖγον
κατεπείγω
press down
pres part act masc voc sg
κατεπείγω
press down
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …   Dictionary of Greek

  • ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …   Dictionary of Greek

  • εξπρές — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. ταχεία αμαξοστοιχία. 2. κάθε μεταφορικό μέσο που σταθμεύει μόνο σε σημαντικούς και λίγους σταθμούς. 3. επιστολή ταχείας μεταβίβασης, το κατεπείγον γράμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεπείγει — απρόσ., υπάρχει βία, υπάρχει ανάγκη: Η αποστολή πυρομαχικών κατεπείγει. Εύχρηστη είναι επίσης η μτχ. ενεστώτα κατεπείγων, ουσα, ον: Στείλε το γράμμα κατεπείγον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”